-
1 μαντεια
эп. μαντείη, ион. μαντηΐη ἥ1) пророческий дар HH.2) пророческое толкованиеαἴνιγμα μαντείας ἔδει Soph. — загадка (Сфинкса) нуждалась в истолковании провидца3) способ прорицания(ἐν Θήβῃσι Her.)
4) прорицание(Φοῖβος ὅ πέμψας τὰς μαντείας Soph.)
μαντείᾳ χρῆσθαι καθ΄ ὕπνον Plat. — прорицать во сне5) догадка, предвидениеὡς ἥ ἐμέ μ. Plat. — как я предвижу
См. также в других словарях:
μαντεία — η (AM μαντεία, Α επικ. τ. μαντείη, ιων. τ. μαντηΐη, Μ και μαντειά) [μαντεύω] 1. το να προλέγει κάποιος αυτά που πρόκειται να συμβούν ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα, η προφητική δύναμη, η μαντική ιδιότητα, η μαντική τέχνη («μαντείας... δεῑται ὅ,τι… … Dictionary of Greek